- υποέκκριση
- η, Νιατρ. μείωση τής έκκρισης ενός αδένα.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hyposecretion < hypo- (< υπ[ο]-*) + secretion «έκκριση» (< λατ. secretio, -onis «χωρισμός» < λατ. cerno «διακρίνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.